αναφαλαντίας

αναφαλαντίας
ἀναφαλαντίας, ο (Α)
αυτός που αρχίζουν να του πέφτουν τα μαλλιά, να γίνεται φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + φαλαντίας < φάλανθος «φαλακρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναφαλαντίας — ἀναφαλαντίᾱς , ἀναφαλαντίας masc acc pl ἀναφαλαντίᾱς , ἀναφαλαντίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαλαντίαι — ἀναφαλαντίας masc nom/voc pl ἀναφαλαντίᾱͅ , ἀναφαλαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναφαλαντίαν — ἀναφαλαντίᾱν , ἀναφαλαντίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἀναφαλαντίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • OGMIUS — Hercules a Gallis sic dictus. Lucian. in Herc. Τὸν Η῾ρακλέα οἱ Κελτοὶ Ο῎τμιον ὀνομάζουσι φωνῇ τῇ ἐπικωρίῳ, Ogmion, i. e. Gap desc: Hebrew agemion. Barbaios et peregrinos ita nominant, in quit Bochart. l. 1. Chanaan, c. 42. Nempe, vel ex Phoenice… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναφαλαντίασις — ἀναφαλαντίασις, η (Α) [αναφαλαντίας] 1. έναρξη φαλακρότητας 2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”